- αφαυαίνω
- ἀφαυαίνω (Α)1. λιμοκτονώ, φθίνω, σβήνω2. παθ. ξεραίνομαι, πεθαίνω από τη δίψα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αυαίνω «ξεραίνω, μαραίνω, καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναφαυαίνω — Μ αποξηραίνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφαυαίνω «ξηραίνω, φθίνω, σβήνω»] … Dictionary of Greek